πλεονέκτημα

πλεονέκτημα
το ΝΜΑ [πλεονεκτώ]·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», Δημοσθ.)
2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο, έναντι άλλου ή άλλων (α. «έχει το πλεονέκτημα τού ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «απόλυτο πλεονέκτημα» η ικανότητα παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει αγαθό ή υπηρεσία σε κόστος χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή
β) «συγκριτικό πλεονέκτημα» — η ικανότητα προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα αγαθά ή υπηρεσίες
μσν.-αρχ.
το να είναι κανείς πλεονέκτης, να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η πλεονεξία
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία βρίσκεται κανείς σε ισχυρότερη θέση από έναν άλλον, το τέχνασμα («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», Δημοσθ.)
2. κακία, πονηρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλεονέκτημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονέκτημα — το, ατος 1. κέρδος, όφελος: Αυτή η λύση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα. 2. υπεροχή, αρετή, προτέρημα: Είναι άνθρωπος με πολλά πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονέκτημ' — πλεονέκτημα , πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτημάτων — πλεονέκτημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήμασι — πλεονέκτημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήμασιν — πλεονέκτημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματα — πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματι — πλεονέκτημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματος — πλεονέκτημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”